- κεκρυμμένος
- κρύπτωhideperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κεκρυμμένως — (ΑΜ) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κρύπτω] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
ԹԱՔՈՒՆ — (քնոյ, ոց.) NBH 1 0803 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 12c ա. κρυφίος, κεκρυμμένος occultus, arcanus գրի եւ ԹԱԳՈՒՆ. Թաքուցեալ. ծածուկ. գաղտնի. զանխուլ. գոց. ... *Ամպոյ տեսակաւ նշանակելով զսրբազանսն իմացութիւնս՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)